πεπόνι

πεπόνι
το
χυμώδης καλοκαιρινός καρπός του φυτού πεπονιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πεπόνι — το βοτ. ο καρπός τής πεπονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόν ιον, υποκορ. τού αρχ. πέπων, ονος «ώριμος, μαλακός, γλυκός καρπός»] …   Dictionary of Greek

  • πέπονι — πέπων cooked by the sun dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέπων — ο / πέπων, ον, ΝΑ νεοελλ. η πεπονιά και ο καρπός της, δηλ. το πεπόνι αρχ. 1. (ιδίως για καρπούς) αυτός που κατέστη μαλακός από τον ήλιο, ώριμος, γινωμένος 2. (ιδίως για το κρασί) εύγευστος, γλυκός 3. (για αποστήματα) έτοιμος για εμπύηση 4. ήπιος …   Dictionary of Greek

  • μοσχοπέπονο — το ο καρπός τής μοσχοπεπονιάς, εύοσμο πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. musk melon < αγγλ. musk (< μσν. αγγλ. muske < μσν. γαλλ. musc < υστερολατ. muscus < μόσχος[ΙΙ]) + melon: «πεπόνι»] …   Dictionary of Greek

  • πεπονοειδής — ές ο όμοιος με το πεπόνι, ιδίως ως προς το σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπόνι + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • σικυοπέπων — ονος, ὁ, Α το γνωστό με τη λόγια σήμερα ονομασία φυτό σίκυος ο πεπων*, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + πέπων, ονος «πεπόνι»] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική …   Dictionary of Greek

  • καβούνι — και καούνι ή καόνι, το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavun] …   Dictionary of Greek

  • καούνι — και καβούνι, το το πεπόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kavun] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”